- δυοπώλιο
- Μορφή ολιγοπωλίου, κατά την οποία η διάθεση ορισμένου προϊόντος (ή ορισμένων προϊόντων) τελεί υπό τον έλεγχο δύο πωλητών. Το δ. μπορεί να έχει δύο μορφές. Στην πρώτη περίπτωση της ανταγωνιστικής μορφής οι δύο πωλητές κινούνται ελεύθερα στην αγορά και καθορίζουν την τιμή του εμπορεύματός τους με βάση τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και την αντίστοιχη τιμή του ανταγωνιστή τους (καθεστώς που μπορεί να οδηγήσει σε συνολική πτώση της τιμής διάθεσης). Στη δεύτερη περίπτωση της μη ανταγωνιστικής μορφής οι πωλητές μπορεί να συνεννοούνται και να καθορίζουν ενιαία τιμή, πρακτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των δύο σε βάρος του ανταγωνισμού. Η δεύτερη μορφή δ. αποτελεί ένα είδος άτυπου μονοπωλίου (βλ. λ.) και μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη για τον αγοραστή ή τον καταναλωτή, καθώς είναι πιθανό να οδηγήσει σε μεγάλη άνοδο της τελικής τιμής πώλησης.
Dictionary of Greek. 2013.